- ανάμεικτος
- gemischt
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
ανάμεικτος — ανάμειξη κ.λπ. βλ. ανάμικτος, ανάμιξη κ.λπ … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… … Dictionary of Greek
Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… … Dictionary of Greek
μεικτός — ή, ό 1. ο ανακατεμένος, ο σύνθετος, ο ανάμεικτος: Φοίτησε σε μεικτό σχολείο. 2. «μεικτός αριθμός», αυτός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)